- πηλοπατίδες
- πηλο-πᾰτίδες, αἱ,A mudtreaders, ἀρβύλαι π. a kind of boots with thick soles, Hp.Art.62 (v.l. πηλοβατίδες ap.Gal.18(1).680).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλοπατίδες — mudtreaders fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοπατίδας — πηλοπατίδες mudtreaders fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)